Η έρευνα των φυτών του Ολύμπου άρχισε πριν 150 χρόνια: το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Αυcher – Εlογ μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, ο Εθνικός Δρυμός χαρακτηρίζεται από τις πλουσιότερες σε χλωρίδα περιοχές της Ελλάδας, με περίπου 1.700 είδη και υποείδη, που αντιστοιχούν περίπου στο 25% της ελληνικής χλωρίδας. Από αυτά, τα 187 χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, 56 είναι ενδημικά ελληνικά εκ των οποίων 23 τοπικά ενδημικά, δηλ. βρίσκονται μόνο στον Όλυμπο και 16 είναι σπάνια στην Ελλάδα ή και εμφανίζουν τα ακραία όρια εξάπλωσής τους στη Βόρεια Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Το είδος Jankaea heldreichii, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες.
Η έντονη ποικιλότητα του ανάγλυφου, ο διαφορετικός προσανατολισμός των πλαγιών και η θέση τους σε σχέση με την Θάλασσα επηρεάζουν κατά τόπους το κλίμα του Ολύμπου με αποτέλεσμα να επικρατούν τοπικές συνθήκες μικροκλίματος που σε συνδυασμό με το γεωλογικό υπόβαθρο και το έδαφος, ευνοούν την ανάπτυξη ιδιαιτέρων τύπων βλάστησης και χαρακτηριστικών βιοτόπων αντίστοιχα.
Η βλάστηση του Ολύμπου και ιδιαίτερα η κατατομή της, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες. Γενικά, η βορειοανατολική πλευρά του Ολύμπου είναι πυκνά δασωμένη, αφού δέχεται και τις περισσότερες βροχές, ενώ η νοτιοδυτική έχει σημαντικά αραιότερη βλάστηση. Επίσης, ενώ στις γειτονικές οροσειρές των Πιερίων, του Κάτω Ολύμπου και της Όσσας υπάρχει μια σαφής διαδοχή των ζωνών βλάστησης, ακολουθώντας το υψόμετρο, στον Όλυμπο παρατηρείται αναρχία στη διαδοχή των ζωνών βλάστησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία μικροκλιμάτων που δημιουργεί το ανάγλυφο της περιοχής.
Ζώνες βλάστησης
Υπάρχουν γενικά τέσσερις διαδοχικές ζώνες βλάστησης που παρατηρούνται στον Όλυμπο χωρίς σαφή όρια μεταξύ τους και είναι οι ακόλουθες:
Μεσογειακή ζώνη βλάστησης
Από το υψόμετρο των 300μ. μέχρι και τα 500μ. απαντάται η μεσογειακή ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων (μακκία). Εκτός από την αριά (Quercus ilex) και τη γλιστροκουμαριά(Arbutus andrachne) απαντώνται το πουρνάρι (Quercus coccifera), η ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo), το φυλίκι (Phillyrea latifolia), η δάφνη (Laurus nobilis), ο κέδρος (Juniperus oxycedrus) και άλλα. Από τα φυλλοβόλα είδη τα συνηθέστερα είναι ο μέλιος (Flaxinus ornus), το τρίλοβο σφενδάμι (Acer monspessulanum), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), ηκοκορεβιθιά (Pistacia terebinthus), το χρυσόξυλο (Cotinus coggygria) και άλλα.
Ζώνη δασών οξιάς – ελάτης και ορεινών κωνοφόρων
Η ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων αντικαθίσταται βαθμιαία από τα οικοσυστήματα της μαύρης πεύκης (Pinus nigra var.pallasiana) που σχηματίζει συμπαγείς συστάδες και είναι χαρακτηριστικό ότι λείπει παντελώς η ενδιάμεση ζώνη των φυλλοβόλων δρυών, αν και άτομα των ειδών αυτών απαντώνται σποραδικά μέσα σε συστάδες μαύρης πεύκης. Στις βορεινές πλαγιές της κοιλάδας του Ξηρόλακκου και σε υψόμετρο μεταξύ 600 και 700μ. βρίσκεται υψηλό δάσος χνοώδους δρυός (Quercues pubescens) εκτάσεως 1.200 στρ. περίπου.
Η μαύρη πεύκη κυριαρχεί στην ανατολική και βόρεια πλευρά του βουνού από τα 500 έως τα 1.700 μ. υψόμετρο. Στη ζώνη αυτή εμφανίζεται επίσης η υβριδογενής ελάτη (Abies hybridogenus borissi-regis) σε μικρές ομάδες και λόχμες, μέχρι και μικρές συστάδες, ιδιαίτερα στη χαμηλότερη περιοχή και στις θέσεις Ναούμη (δυτικά) και Σταλαματιά και Παλιόκαστρο (ανατολικά), όπου απαντάται σε μίξη με τη μαύρη πεύκη και το ρόμπολο (Pinus heldreichii). Επίσης, στη ζώνη αυτή απαντάται και η οξιά (Fagus sylvatica s.1), η οποία, ενώ στα γειτονικά βουνά της Όσσας και των Πιερίων δημιουργεί εκτεταμένη ζώνη βλάστησης, στον Όλυμπο περιορίζεται σε μικρές συστάδες, που εμφανίζονται σαν νησίδες και βρίσκονται κυρίως στις υγρότερες θέσεις και στα καλύτερα εδάφη.
Ιδιαίτερα πλούσια ποικιλία δένδρων και θάμνων βρίσκεται στην κοιλάδα του Ενιπέα. Εκεί μπορεί να δει κανείς τη φτελιά (Ulmus glabra), την αγριοκερασιά (Prunus cerasifera), τονίταμο (Taxus baccata), τη λεπτοκαρυά (Corylus avellana), το αρκουδοπούρναρο (Ilex aquifolium), την κρανιά (Cornus mas), το μελιάδι (Fraxinus ornus) και το σφενδάμι (Acer monspessulanum) και μια σημαντική ποικιλία από ποώδη φυτά. Τα φαράγγια και οι ρεματιές καλύπτονται από πλατάνια (Platanus onentalis), ιτιές (Salix cίnerea) μαύρο σκλήθρο και παρόχθια βλάστηση.
Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων
Το χαρακτηριστικό είδος της ζώνης αυτής είναι το ρόμπολο (Pinus heldreichii). Το σπάνιο αυτό είδος πεύκης εμφανίζεται σποραδικά από τα 1000μ. υψόμετρο και βαθμιαία αντικαθιστά τη μαύρη πεύκη, ενώ από τα 1400μ. και πάνω, δημιουργεί σχεδόν αμιγές δάσος. Από τα 2000 μ. υψόμετρο το δάσος αρχίζει και αραιώνει, ενώ φτάνει μέχρι τα 2750μ. δημιουργώντας έτσι το υψηλότερο δασοόριο (ανώτατο όριο στο οποίο αναπτύσσονται δάση) των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα.
Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι πάνω από τα 2500μ, τα δέντρα αποκτούν μια έρπουσα μορφή. Η περιοχή που αναπτύσσεται το ρόμπολο είναι συνήθως ξηρή και οι πλαγιές πετρώδεις. Στη ζώνη αυτή δεν υπάρχουν πηγές ή ρέματα με νερό. Η βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές τοπικές συνθήκες και αντιπροσωπεύεται από χαρακτηριστικούς θάμνους, αγρωστώδη, χασμόφυτα κ.ά., ενώ η χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη των Βαλκανίων.
Εξωδασική ζώνη υψηλών ορέων (αλπική ζώνη)
Μετά τη ζώνη του ρόμπολου ακολουθεί μια εκτεταμένη και γυμνή από δέντρα ζώνη με αλπικά λιβάδια, που συντίθεται από μωσαϊκό λιβαδικών οικοσυστημάτων, ανάλογα με το ανάγλυφο, την κλίση και τον προσανατολισμό του εδάφους. Σε γενικές γραμμές η αλπική αυτή βλάστηση, στην οποία συναντώνται περισσότερα από 150 είδη φυτών, διακρίνεται σε λιβάδια με χιονοστρώσεις, χλοώδεις βάλτους, αλπικούς λιθώνες και σχισμές βράχων. Στα λιβάδια, στους βράχους και στις απότομες πλαγιές ζουν τα περισσότερα ενδημικά φυτά του Ολύμπου, κυρίως μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά αγριολούλουδα. Από αυτά τα μισά βρίσκονται μόνο στην Βαλκανική χερσόνησο και τα 23 μόνο στον Όλυμπο και πουθενά αλλού
ΒΕΡΜΙΟ
Μερικά από τα είδη δέντρων που μπορεί κάποιος να δει σ’αυτό το βουνό είναι έλατα, καστανιές, κουμαριές, οξιές, πεύκα καιπουρνάρια. Επίσης σε χαμηλά υψόμετρα καλλιεργούνται και ροδακινιές, μηλιές και κερασιές. Ακόμη μπορούμε να δούμε σαλέπι, ζαμπούκο, άσπρο τσάι και χαμομήλι. Σε χαμηλότερα υψόμετρα συναντούμε κρανιές βατομουριές βατσινιές και τα θρυλικά εννιάφυλλα Νάουσας τα οποία φυτρώνουν στην περιοχή Σασιάκι και Γουρνόσοβο
ΠΙΝΔΟΣ
Η χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής απαρτίζεται από ένα πλήθος δασικών οικοσυστημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να καταταχθούν στις εξής κατηγορίες:
1. Οικοσυστήματα φυλλοβολούντων πλατυφύλλων. Τα οικοσυστήματα αυτά απαντώνται σε υψόμετρο μέχρι τα 1200 περίπου μέτρα.Τα οικοσυστήματα αυτά έχουν δεχθεί έντονες ανθρώπινες επιδράσεις κατά το παρελθόν, γιατί χρησιμοποιούνταν τόσο σαν καύσιμη ύλη στα νοικοκυριά, όσο και σαν υλικά κατασκευής οικιών. Επίσης έντονο ήταν το φαινόμενο της κλαδονομής, καθώς και των εκχερσώσεων για τη δημιουργία αγρών, Στα οικοσυστήματα αυτά και σε μερικά τους σημεία, σήμερα άρχισε να εισχωρεί η Μαύρη Πεύκη ( σαν αποτέλεσμα της έντονης υποβάθμισης), ενώ σε άλλα σημεία αυτά τα οικοσυστήματα άρχισαν σιγά – σιγά να καταλαμβάνουν χέρσες εκτάσεις
2. Οικοσυστήματα ψυχροβιότερων Φυλλοβόλων πλατυφύλλων τα οικοσυστήματα αυτά απαρτίζονται από δάση Οξυάς σε πυριτικά πετρώματα και βορεινές, βορειοδυτικές και βορειοανατολικές πλαγιές από ένα υψόμετρο μεταξύ των 900 μέχρι 1800 μέτρων. Στην περιοχή το οικοσύστημα αυτό εμφανίζεται σε μέσης σύστασης εδάφη που εδράζονται σε σχιστοφυείς ψαμμόλιθους και Β-ΒΔ-ΒΑ πλαγιές. Το είδος οξυάς που εμφανίζεται στην περιοχή είναι η μοϊσιακή (fagus silvatica). Η ανθρώπινη επέμβαση στη συγκεκριμένη περιοχή εκδηλώθηκε κατά το παρελθόν κυρίως με τη βοσκή και την επιλεκτική υλοτομία ατόμων κατάλληλων για ειδικές χρήσεις (άτομα με ευθύϊνο ξύλο) με αποτέλεσμα να έχουμε γενετική υποβάθμιση των ατόμων της οξυάς. Εξαιτίας των ανθρωπογενών επιδράσεων στα μέσα υψόμετρα έχουμε σποραδικά την εμφάνιση της Υβριδογενούς Ελάτης και της Μαύρης Πεύκης, ενώ στα ψηλότερα υψόμετρα έχουμε την εισχώρηση της Λευκόδερμης Πεύκης
3. Οικοσυστήματα Μαύρης Πεύκης. Αποτελούνται από άτομα Μαύρης Πεύκης και εμφανίζονται σε οφιολιθικά πετρώματα στην ευρύτερη περιοχή. Η μαύρη Πεύκη αντέχει στη μεγάλη συγκέντρωση μαγνησίου που παρατηρείται σε εδάφη που εδράζοναι σε σερπεντίνες. Tα οικοσυστήματα αυτά έχουν υποστεί ισχυρή ανθρώπινη επίδραση κατά το παρελθόν εξαιτίας της υπερβόσκησης, αλλά και εξαιτίας της συνήθειας που είχαν οι κτηνοτρόφοι κατά το τέλος του καλοκαιριού να καίνε τα ορεινά βοσκοτόπια για να έχουν περισσότερο χορτάρι την επόμενη άνοιξη. Σήμερα όμως, με την μείωση της κτηνοτροφίας, τα οικοσυστήματα αυτά άρχισαν σιγά σιγά να ανακτούν και πάλι τις χαμένες εκτάσεις σχετικά εύκολα, καθώς η μαύρη Πεύκη είναι είδος πρόσκοπο και οι εδαφικές απαιτήσεις είναι λίγες. Στην περιοχή η Μαύρη Πεύκη εμφανίζεται είτε μεμονωμένα , είτε σε συστάδες .
4. Οικοσυστήματα ψυχρόβιων κωνοφόρων. Στην περιοχή εμφανίζεται η Λευκόδερμη Πεύκη (Pinus heldreichii) ή ρόμπολο. Πρόκειται για το ψυχροβιότερο δενδρώδες φυτό της Ελληνικής χλωρίδας και εμφανίζεται σε υψόμετρο από τα 1400 μέτρα (σε μίξη με οξυά ή Μαύρη Πεύκη) μέχρι τα 2000 μέτρα (δασοόρια) όπου συναντάται είτε σε αμιγείς συστάδες είτε με μεμονωμένα άτομα. Τα δάση του είδους αυτού έχουν υποβαθμιστεί σημαντικά στο παρελθόν, τόσο εξαιτίας της βοσκής, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι το ξύλο του θεωρείται και είναι από τα πολυτιμότερα της Ελλάδας, κατάλληλο για ξυλογλυπτική, βαρελοποιία, επενδύσεις, πατώματα, έπιπλα, κλπ. Έτσι τα οικοσυστήματα αυτά έχουν υποστεί στο παρελθόν ληστρικές υλοτομίες και λαθροϋλοτομίες.
5. Εξωζωνικά οικοσυστήματα (παρόχθια οικοσυστήματα). Η ευρύτερη περιοχή αποτελεί τμήμα των λεκανών απορροής του Βενέτικου και του Αλιάκμονα ποταμού. Το οικοσύστημα αυτό στη συγκεκριμένη περιοχή εξαπλώνεται μέχρι το υψόμετρο των 1200 μέτρων περίπου και είναι κατά μήκος των ποταμών και των κυριότερων ρευμάτων τους. Αποτελείται από Λεύκες (Populus), διάφορα είδη lτιάς (salix Sp.) και Κλήθρας (Alnus glutinosa).
6. Εξωδασικά οικοσυστήματα. Πάνω από τα δασοόρια και ως τις κορυφές που δεσπόζουν στην περιοχή , εμφανίζεται ποώδης βλάστηση που έχει υποβαθμιστεί από την υπερβόσκηση γιατί αυτές οι εκτάσεις αποτελούν τα θερινά βοσκοτόπια των κτηνοτρόφων της περιοχής. Μέσα σε αυτά τα δασικά οικοσυστήμτα συναντιούνται και σφενδάμια , φτελιές , φλαμουριές , φράξοι , Ίταμοι, γαύροι καθώς και μια μεγάλη ποικιλία από άγρια καρποφόρα , όπως είναι οι σορβιές, κρανιές, αγριομηλιές , αγριοαχλαδιές, αγριοκερασιές, αγριοκορομηλιές, βατομουριές, αγριοφουντουκιές
ΠΙΕΡΙΑ ΟΡΗ
Χαρακτηριστικά της πλούσιας χλωρίδας των Πιερίων είναι τα φυλλοβόλα δάση οξιάς, δρυός, καστανιάς, πεύκου και ελάτης. Πλατάνια, σφενδάμια και λυγαριές σχηματίζουν μοναδικά άλση στις όχθες των χειμάρρων του βουνού. Φύονται επίσης όλα τα συνηθισμένα είδη χλωρίδας του γειτονικού Ολύμπου. Ροζ ανεμώνες, σαλέπι, άγρια γαρύφαλλα και αγριοφράουλες είναι ορισμένα από τα σπάνια είδη χλωρίδας των Πιερίων.